- σκοροδάλμη
- σκοροδ-άλμη, ἡ,A sauce or pickle composed of brine and garlic, Cratin. 143, Ar.Eq.199,1095, Ec.291.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοροδάλμη — sauce fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοροδάλμῃ — σκοροδάλμη sauce fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοροδάλμη — ἡ, Α καρύκευμα, άρτυμα από σκόρδα και άλμη, είδος σκορδαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + ἅλμη] … Dictionary of Greek
σκοροδάλμην — σκοροδάλμη sauce fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιάδα — η «σκοροδάλμη», σκορδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agliata (< aglio «σκόρδο») < λατ. allium, «σκόρδο»] … Dictionary of Greek